- δίσεκτος
- δίσεκτος, -η, -ο και δίσεχτος, -η, -ο1. χρόνος με 366 μέρες.2. χρόνος που φέρνει δυστυχία: Στους δίσεχτους χρόνους δε γίνονται γάμοι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.